Wednesday, 8 June 2011

αντιθέσεις

Όλα τα ʾχεις υπολογίσει κι όλα τα περιμένεις.
Μα τίποτα δεν έρχεται όπως το ʾχεις εσύ σκεφτεί.
Πάντα γίνεται αυτό το απρόσμενο και δε ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις.
Να γελάσεις; Να κλάψεις; Και στο τέλος, μένεις απλά απαθής, απόμακρος κι ουδέτερος… Γιατί; Για πιο λόγο άραγε;

Πόσα είμαστε ικανοί εμείς οι άνθρωποι να μην κάνουμε χρησιμοποιώντας την πρόφαση του δε ρίχνω τα μούτρα μου πια, έχω και έναν εγωισμό, έχω και μια άλφα αξιοπρέπεια. Αναρωτηθήκαμε ποτέ τι θα είχε γίνει εάν όλοι μας δείχναμε τον εαυτό μας τον αληθινό, ανεξαρτήτως ακροατηρίου, καταστάσεως, διαπροσωπικών σχέσεων;

Τότε θα χανόταν το νόημα… Σωστά. Μα και ποιό είναι το νόημα στη τελική;
Υπάρχει νόημα;

Πόσο θα ήθελα να ήξερα τι κρύβεται στο μυαλό σου. Μα τότε δε θα βασανιζόμουν.
Δε θα τρελαινόμουν στη σκέψη σου μέρα – νύχτα. Και ʾσυ είσαι εκεί κι εγώ είμαι εδώ. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά.

 Αρκέστηκα στο γεια σου, στο γέλιο σου, στο δευτερόλεπτο που γύρισες και με κοίταξες. Στο τσιγάρο που κάπνισες μαζί μου - αλλά και σ’ αυτό που μ’ αρνήθηκες εχτές το βράδυ - στο χέρι που μου ʾδωσες να περάσουμε το δρόμο, στη σκάλα που με κράτησες, στη πόρτα που μου άνοιξες, στα τραγούδια που μου ʾστειλες, στις δύσκολες στιγμές που μου στάθηκες, στις συναυλίες που χειροκρότησες μαζί μου… μα θέλω παραπάνω, δε μου αρκείς, δεν είσαι δικός μου.


Η σχέση μας μοιάζει με λέξη χαμένη στη μετάφραση.  
Πλανάται, ταλανίζεται να βρει την ακριβή απόδοσή της, μ’ αυτή μπαινοβγαίνει στο μυαλό του μεταφραστή και δε κατασταλάζει. Φοβάται κι αυτός να πάρει το ρίσκο.
Μα σού ʾδωσα ότι είχα κι τώρα έχω απομείνει μόνη, χωρίς σκέψη.

Μέχρι να ʾρθει αυτή, η άλλη η απόδοση, η πλανεύτρα, που δεν είναι αυτή που αρμόζει, μα αυτή που ακούγεται κάπως καλά.
Πρέπει να ξυπνήσεις. Πρέπει να κουνηθείς. Χάνεις το νόημα. Σου γλιστρά ανάμεσα από τις γραμμές και πέφτει στην επόμενη σελίδα.
Δε θέλω να ανήκω στην επόμενη σελίδα. Θέλω να είμαι εδώ και τώρα. Επί του παρόντος.

Μα δεν έχω τη δύναμη πια να φωνάξω για τον εαυτό μου. Γιατί έπειτα, δεν είμαι κάτι. Είμαι το τίποτα. Τίποτα, παρά μια λέξη, που αψήφησε τον κίνδυνο, μάταια όμως γιατί στο τέλος χάθηκε.

Χάθηκε επειδή ήταν πολύ σίγουρη για το που πήγαινε!      

No comments:

Post a Comment